- παθεινός
- -ή,-όν A 0-0-0-1-0=1 Jb 29,25suffering, mournful; neol.?
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
παθεινός — και παθινός, ή, όν (Α) 1. αυτός που πάσχει, που θρηνεί ή που πενθεί 2. ασθενικός, καχεκτικός, αρρωστιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + κατάλ. (ε)ινός (πρβλ. ποθ εινός)] … Dictionary of Greek
παθεινοῖς — παθεινός suffering masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθεινούς — παθεινός suffering masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθινός — παθινός, ή, όν (Α) (δ. γρφ.) βλ. παθεινός … Dictionary of Greek